Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διπόδης
Διπολίεια
Διπολιώδης
δίπορος
διπόταμος
δίπους
δίπτυχος
δίπυλος
δίπυρος
δίρρυμος
δίσαβος
δίσευνος
δισθανής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβόλος
δίσκος
δίσκουρα
δισκοφόρος
View word page
δίσαβος
δίσαβος δίσ-ᾱβος (ῐ), ον Doric for δίσηβος twice young, Anth.
ShortDef
twice young
Debugging
Headword:
δίσαβος
Headword (normalized):
δίσαβος
Headword (normalized/stripped):
δισαβος
IDX:
8568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8571
Key:
di/sabos
Data
{'content': 'δίσαβος\n δίσ-ᾱβος (ῐ), ον\n Doric for δίσηβος\n twice young, Anth.', 'key': 'di/sabos'}