Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίπλωσις
διπόδης
Διπολίεια
Διπολιώδης
δίπορος
διπόταμος
δίπους
δίπτυχος
δίπυλος
δίπυρος
δίρρυμος
δίσαβος
δίσευνος
δισθανής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβόλος
δίσκος
δίσκουρα
View word page
δίρρυμος
δίρρυμος δίρ-ρῡμος, ον with two poles, i. e. three horses, Aesch.
ShortDef
with two poles
Debugging
Headword:
δίρρυμος
Headword (normalized):
δίρρυμος
Headword (normalized/stripped):
διρρυμος
IDX:
8567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8570
Key:
di/rrumos
Data
{'content': 'δίρρυμος\n δίρ-ρῡμος, ον\n with two poles, i. e. three horses, Aesch.', 'key': 'di/rrumos'}