Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διπλόος
διπλόω
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
Διπολίεια
Διπολιώδης
δίπορος
διπόταμος
δίπους
δίπτυχος
δίπυλος
δίπυρος
δίρρυμος
δίσαβος
δίσευνος
δισθανής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
View word page
δίπτυχος
δίπτυχος δίπτυχος ον πτυχή double-folded, doubled, Od.; δ. δελτίον a pair of tablets, Hdt.:—neut. pl. as adv., δίπτυχα ποιήσαντες τὴν κνῖσαν, having doubled the fat, i. e. putting one layer of fat under the thighs (μηροί) and another over them, Il., twofold, Lat. geminus, Eur.: and in pl. = δισσοί, two, Eur.

ShortDef

double-folded, doubled

Debugging

Headword:
δίπτυχος
Headword (normalized):
δίπτυχος
Headword (normalized/stripped):
διπτυχος
IDX:
8564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8567
Key:
di/ptuxos

Data

{'content': 'δίπτυχος\n δίπτυχος ον\n πτυχή\n double-folded, doubled, Od.; δ. δελτίον a pair of tablets, Hdt.:—neut. pl. as adv., δίπτυχα ποιήσαντες τὴν κνῖσαν, having doubled the fat, i. e. putting one layer of fat under the thighs (μηροί) and another over them, Il.,\n twofold, Lat. geminus, Eur.: and in pl. = δισσοί, two, Eur.', 'key': 'di/ptuxos'}