Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἰνόθρυπτος
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόλινος
αἰνόλυκος
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
Αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
αἰνός
αἶνος
αἰνοτόκεια
αἰνοτύραννος
αἴνυμαι
αἴξ
Αἰολεύς
αἰολίζω
Αἰολικός
αἰόλλω
αἰολοβρόντης
View word page
αἰνός
αἰνός = δεινός, dread, dire, grim, terrible, Hom.; αἰνότατε Κρονίδη most dread son of Cronus, Il. adv. -νῶς, terribly, i. e. strangely, exceedingly, Hom., Hdt.; also αἰνά as adv., Il.; Sup. -ότατον, Il.
ShortDef
dread, dire, grim
Debugging
Headword:
αἰνός
Headword (normalized):
αἰνός
Headword (normalized/stripped):
αινος
IDX:
856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n856
Key:
ai)no/s
Data
{'content': 'αἰνός\n = δεινός,\n dread, dire, grim, terrible, Hom.; αἰνότατε Κρονίδη most dread son of Cronus, Il.\n adv. -νῶς, terribly, i. e. strangely, exceedingly, Hom., Hdt.; also αἰνά as adv., Il.; Sup. -ότατον, Il.', 'key': 'ai)no/s'}