Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλοίζω
διπλοΐς
διπλόος
διπλόω
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
Διπολίεια
Διπολιώδης
δίπορος
διπόταμος
δίπους
δίπτυχος
δίπυλος
δίπυρος
View word page
δίπλωμα
δίπλωμα -ματος, τό, διπλόω a doubled or folded paper, a letter of recommendation, diploma, Cic., Plut.
ShortDef
a doubled
Debugging
Headword:
δίπλωμα
Headword (normalized):
δίπλωμα
Headword (normalized/stripped):
διπλωμα
IDX:
8556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8559
Key:
di/plwma
Data
{'content': 'δίπλωμα\n -ματος, τό, \n διπλόω\n a doubled or folded paper, a letter of recommendation, diploma, Cic., Plut.', 'key': 'di/plwma'}