Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλοίζω
διπλοΐς
διπλόος
διπλόω
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
Διπολίεια
Διπολιώδης
δίπορος
διπόταμος
δίπους
δίπτυχος
δίπυλος
View word page
διπλόω
διπλόω διπλόος to double, Xen.:—Pass., of a sword, to be bent double, Plut. to repay twofold, NTest. Hence

ShortDef

to double

Debugging

Headword:
διπλόω
Headword (normalized):
διπλόω
Headword (normalized/stripped):
διπλοω
IDX:
8555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8558
Key:
diplo/w

Data

{'content': 'διπλόω\n διπλόος\n to double, Xen.:—Pass., of a sword, to be bent double, Plut.\n to repay twofold, NTest. Hence', 'key': 'diplo/w'}