Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλοίζω
διπλοΐς
διπλόος
διπλόω
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
Διπολίεια
Διπολιώδης
δίπορος
διπόταμος
δίπους
δίπτυχος
View word page
διπλόος
διπλόος η ον; διπλός, η ον Anth. NTest. δίς cf. ἁπλόος twofold, double, Lat. duplex, of a cloak, Hom.; ὅθι διπλόος ἤντετο θώρηξ where the cuirass met [the buckle] so as to be double, Il.:— παῖσον διπλῆν (sc. πληγήν) , Soph.; διπλῆ ἄκανθα spine bent double by age, Eur.; διπλῇ χερί by mutual slaughter, Soph. in pl., = δύο, Aesch., Soph. double-minded, treacherous, Plat., Xen.

ShortDef

twofold, double

Debugging

Headword:
διπλόος
Headword (normalized):
διπλόος
Headword (normalized/stripped):
διπλοος
IDX:
8554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8557
Key:
diplo/os

Data

{'content': 'διπλόος\n η ον; \n διπλός, η ον Anth. NTest.\n δίς\n cf. ἁπλόος\n twofold, double, Lat. duplex, of a cloak, Hom.; ὅθι διπλόος ἤντετο θώρηξ where the cuirass met [the buckle] so as to be double, Il.:— παῖσον διπλῆν (sc. πληγήν) , Soph.; διπλῆ ἄκανθα spine bent double by age, Eur.; διπλῇ χερί by mutual slaughter, Soph.\n in pl., = δύο, Aesch., Soph.\n double-minded, treacherous, Plat., Xen.', 'key': 'diplo/os'}