Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλοίζω
διπλοΐς
διπλόος
διπλόω
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
Διπολίεια
Διπολιώδης
δίπορος
διπόταμος
View word page
διπλοίζω
διπλοίζω = διπλασιάζω, Aesch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διπλοίζω
Headword (normalized):
διπλοίζω
Headword (normalized/stripped):
διπλοιζω
IDX:
8552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8555
Key:
diploi/zw
Data
{'content': 'διπλοίζω\n = διπλασιάζω, Aesch.', 'key': 'diploi/zw'}