Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλοίζω
διπλοΐς
διπλόος
διπλόω
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
Διπολίεια
Διπολιώδης
δίπορος
View word page
διπλῇ
διπλῇ adverbtwice, twice over, Soph., Eur.
ShortDef
twice, twice over
Debugging
Headword:
διπλῇ
Headword (normalized):
διπλῇ
Headword (normalized/stripped):
διπλη
IDX:
8551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8554
Key:
diplh=|
Data
{'content': 'διπλῇ\nadverbtwice, twice over, Soph., Eur.', 'key': 'diplh=|'}