Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλοίζω
διπλοΐς
διπλόος
διπλόω
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
Διπολίεια
Διπολιώδης
View word page
δίπλεθρος
δίπλεθρος δί-πλεθρος, ον two πλέθρα long or broad, Luc.

ShortDef

two

Debugging

Headword:
δίπλεθρος
Headword (normalized):
δίπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
διπλεθρος
IDX:
8550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8553
Key:
di/pleqros

Data

{'content': 'δίπλεθρος\n δί-πλεθρος, ον\n two πλέθρα long or broad, Luc.', 'key': 'di/pleqros'}