Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δῖος
διότι
Διοτρεφής
διοχετεύω
διοχλέω
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλοίζω
διπλοΐς
διπλόος
διπλόω
View word page
διπλάζω
διπλάζω = διπλασιάζω, to double, Eur. intr., τὸ δίπλαζον κακόν the twofold evil, Soph.
ShortDef
to double
Debugging
Headword:
διπλάζω
Headword (normalized):
διπλάζω
Headword (normalized/stripped):
διπλαζω
IDX:
8545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8548
Key:
dipla/zw
Data
{'content': 'διπλάζω\n = διπλασιάζω,\n to double, Eur.\n intr., τὸ δίπλαζον κακόν the twofold evil, Soph.', 'key': 'dipla/zw'}