Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
διότι
Διοτρεφής
διοχετεύω
διοχλέω
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλοίζω
διπλοΐς
View word page
δίπηχυς
δίπηχυς , εια υ, two cubits long, broad, etc., Hdt., etc.
ShortDef
two cubits long, broad
Debugging
Headword:
δίπηχυς
Headword (normalized):
δίπηχυς
Headword (normalized/stripped):
διπηχυς
IDX:
8543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8546
Key:
di/phxus
Data
{'content': 'δίπηχυς\n , εια υ, \n two cubits long, broad, etc., Hdt., etc.', 'key': 'di/phxus'}