Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
διότι
Διοτρεφής
διοχετεύω
διοχλέω
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
View word page
διπάλαιστος
διπάλαιστος δι-πάλαιστος, ον παλαιστή two palms broad, Xen.
ShortDef
two palms broad
Debugging
Headword:
διπάλαιστος
Headword (normalized):
διπάλαιστος
Headword (normalized/stripped):
διπαλαιστος
IDX:
8541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8544
Key:
dipa/laistos
Data
{'content': 'διπάλαιστος\n δι-πάλαιστος, ον\n παλαιστή\n two palms broad, Xen.', 'key': 'dipa/laistos'}