Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
διότι
Διοτρεφής
διοχετεύω
διοχλέω
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
View word page
δίπαις
δίπαις δος, ὁ, ἡ, with two children, Aesch. δ. θρῆνος a dirge chanted by oneʼs two children, Aesch.
ShortDef
with two children
Debugging
Headword:
δίπαις
Headword (normalized):
δίπαις
Headword (normalized/stripped):
διπαις
IDX:
8540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8543
Key:
di/pais
Data
{'content': 'δίπαις\n δος, ὁ, ἡ, \n with two children, Aesch.\n δ. θρῆνος a dirge chanted by oneʼs two children, Aesch.', 'key': 'di/pais'}