Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
διότι
Διοτρεφής
διοχετεύω
διοχλέω
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
διπλάσιος
View word page
διοχλέω
διοχλέω fut. ήσω to trouble or annoy exceedingly, Dem.
ShortDef
to trouble
Debugging
Headword:
διοχλέω
Headword (normalized):
διοχλέω
Headword (normalized/stripped):
διοχλεω
IDX:
8539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8542
Key:
dioxle/w
Data
{'content': 'διοχλέω\n fut. ήσω\n to trouble or annoy exceedingly, Dem.', 'key': 'dioxle/w'}