Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
διότι
Διοτρεφής
διοχετεύω
διοχλέω
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιόομαι
View word page
διοχετεύω
διοχετεύω Pass. to be watered by canals (ὀχετοί) , Strab.

ShortDef

furnish with channels

Debugging

Headword:
διοχετεύω
Headword (normalized):
διοχετεύω
Headword (normalized/stripped):
διοχετευω
IDX:
8538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8541
Key:
dioxeteu/omai

Data

{'content': 'διοχετεύω\n Pass. to be watered by canals (ὀχετοί) , Strab.', 'key': 'dioxeteu/omai'}