Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
διότι
Διοτρεφής
διοχετεύω
διοχλέω
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπηχυς
View word page
Διοσκόρειον
Διοσκόρειον Διοσκόρειον, ου, τό, the temple of the Dioscuri, Thuc. from Διόσκοροι
ShortDef
the temple of the Dioscuri
Debugging
Headword:
Διοσκόρειον
Headword (normalized):
διοσκόρειον
Headword (normalized/stripped):
διοσκορειον
IDX:
8533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8536
Key:
*diosko/reion
Data
{'content': 'Διοσκόρειον\n Διοσκόρειον, ου, τό,\n the temple of the Dioscuri, Thuc.\n from Διόσκοροι', 'key': '*diosko/reion'}