Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
διότι
Διοτρεφής
διοχετεύω
διοχλέω
δίπαις
διπάλαιστος
View word page
Διόσδοτος
Διόσδοτος Διόσδοτος, -ον δίδωμι given by Zeus, Aesch.

ShortDef

given by Zeus
given by Zeus; heaven-sent

Debugging

Headword:
Διόσδοτος
Headword (normalized):
διόσδοτος
Headword (normalized/stripped):
διοσδοτος
IDX:
8531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8534
Key:
*dio/sdotos

Data

{'content': 'Διόσδοτος\n Διόσδοτος, -ον\n δίδωμι\n given by Zeus, Aesch.', 'key': '*dio/sdotos'}