Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
διότι
Διοτρεφής
διοχετεύω
διοχλέω
δίπαις
View word page
διορχέομαι
διορχέομαι fut. ήσομαι Dep. to dance a match with one, τινί Ar.

ShortDef

to dance

Debugging

Headword:
διορχέομαι
Headword (normalized):
διορχέομαι
Headword (normalized/stripped):
διορχεομαι
IDX:
8530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8533
Key:
diorxe/omai

Data

{'content': 'διορχέομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to dance a match with one, τινί Ar.', 'key': 'diorxe/omai'}