Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
διότι
Διοτρεφής
διοχετεύω
διοχλέω
View word page
διορύσσω
διορύσσω Attic -ττω fut. ξω to dig through or across, τάφρον Od.; τοῖχον δ. τοιχωρυχέω, Hdt., Ar.
ShortDef
to dig through
Debugging
Headword:
διορύσσω
Headword (normalized):
διορύσσω
Headword (normalized/stripped):
διορυσσω
IDX:
8529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8532
Key:
dioru/ssw
Data
{'content': 'διορύσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to dig through or across, τάφρον Od.; τοῖχον δ. τοιχωρυχέω, Hdt., Ar.', 'key': 'dioru/ssw'}