Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
διότι
Διοτρεφής
διοχετεύω
View word page
διόρυγμα
διόρυγμα διόρυγμα, ατος, τό, a through-cut, canal, Thuc. from διορύσσω

ShortDef

a through-cut, canal

Debugging

Headword:
διόρυγμα
Headword (normalized):
διόρυγμα
Headword (normalized/stripped):
διορυγμα
IDX:
8528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8531
Key:
dio/rugma

Data

{'content': 'διόρυγμα\n διόρυγμα, ατος, τό,\n a through-cut, canal, Thuc.\n from διορύσσω', 'key': 'dio/rugma'}