Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διοπτρικός
διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
διότι
Διοτρεφής
View word page
διόρισις
διόρισις from διορίζω εως, ἡ, also διορισμός, ου, ὁ, distinction, Plat.

ShortDef

distinction

Debugging

Headword:
διόρισις
Headword (normalized):
διόρισις
Headword (normalized/stripped):
διορισις
IDX:
8527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8530
Key:
dio/risis

Data

{'content': 'διόρισις\n from διορίζω\n εως, ἡ, \n also διορισμός, ου, ὁ, \n distinction, Plat.', 'key': 'dio/risis'}