Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διόπτης
διόπτρα
διοπτρικός
διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
δῖος
View word page
διορθωτής
διορθωτής διορθωτής, οῦ, from διορθόω a corrector, reformer, Plut.

ShortDef

a corrector, reformer

Debugging

Headword:
διορθωτής
Headword (normalized):
διορθωτής
Headword (normalized/stripped):
διορθωτης
IDX:
8525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8528
Key:
diorqwth/s

Data

{'content': 'διορθωτής\n διορθωτής, οῦ,\n from διορθόω\n a corrector, reformer, Plut.', 'key': 'diorqwth/s'}