Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διοπτήρ
διόπτης
διόπτρα
διοπτρικός
διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
View word page
διόρθωσις
διόρθωσις διόρθωσις, εως from διορθόω εως, ἡ, a making straight, restoration, reform, Arist.

ShortDef

a making straight, restoration, reform

Debugging

Headword:
διόρθωσις
Headword (normalized):
διόρθωσις
Headword (normalized/stripped):
διορθωσις
IDX:
8524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8527
Key:
dio/rqwsis

Data

{'content': 'διόρθωσις\n διόρθωσις, εως\n from διορθόω\n εως, ἡ, \n a making straight, restoration, reform, Arist.', 'key': 'dio/rqwsis'}