Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρα
διοπτρικός
διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
Διοσημία
Διοσκόρειον
View word page
διόρθωμα
διόρθωμα from διορθόω διόρθωμα, ατος, τό, a making straight, amendment, Plut. from διορθόω

ShortDef

a making straight, amendment

Debugging

Headword:
διόρθωμα
Headword (normalized):
διόρθωμα
Headword (normalized/stripped):
διορθωμα
IDX:
8523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8526
Key:
dio/rqwma

Data

{'content': 'διόρθωμα\n from διορθόω\n διόρθωμα, ατος, τό,\n a making straight, amendment, Plut.\n from διορθόω', 'key': 'dio/rqwma'}