Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διοπεύω
δίοπος
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρα
διοπτρικός
διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
Διόσδοτος
View word page
διορθεύω
διορθεύω fut. σω to judge rightly, Eur.

ShortDef

to judge rightly

Debugging

Headword:
διορθεύω
Headword (normalized):
διορθεύω
Headword (normalized/stripped):
διορθευω
IDX:
8521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8524
Key:
diorqeu/w

Data

{'content': 'διορθεύω\n fut. σω\n to judge rightly, Eur.', 'key': 'diorqeu/w'}