Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Διοπετής
διοπεύω
δίοπος
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρα
διοπτρικός
διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
διορχέομαι
View word page
διόργυιος
διόργυιος δι-όργυιος, ον ὄργυια two fathoms long, high, Hdt.

ShortDef

two fathoms long, high

Debugging

Headword:
διόργυιος
Headword (normalized):
διόργυιος
Headword (normalized/stripped):
διοργυιος
IDX:
8520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8523
Key:
dio/rguios

Data

{'content': 'διόργυιος\n δι-όργυιος, ον\n ὄργυια\n two fathoms long, high, Hdt.', 'key': 'dio/rguios'}