Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
δίοπος
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρα
διοπτρικός
διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
διορύσσω
View word page
διό
διό conjConjunct., for διʼ ὅ wherefore, on which account, Lat. quapropter, quocirca, quare, Thuc., Plat., etc.

ShortDef

wherefore, on which account

Debugging

Headword:
διό
Headword (normalized):
διό
Headword (normalized/stripped):
διο
IDX:
8519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8522
Key:
dio/

Data

{'content': 'διό\nconjConjunct., for διʼ ὅ wherefore, on which account, Lat. quapropter, quocirca, quare, Thuc., Plat., etc.', 'key': 'dio/'}