Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Διόπαις
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
δίοπος
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρα
διοπτρικός
διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
διόρισις
διόρυγμα
View word page
διοράω
διοράω fut. -όψομαι aor. 2 διεῖδον, inf. -ιδεῖν cf. διαείδω to see through, see clearly, Xen. Aor. διεῖδον to see thoroughly, discern, Ar., Plat.; διιδεῖν περί τινος Plat.
ShortDef
to see through, see clearly
Debugging
Headword:
διοράω
Headword (normalized):
διοράω
Headword (normalized/stripped):
διοραω
IDX:
8518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8521
Key:
diora/w
Data
{'content': 'διοράω\n fut. -όψομαι\n aor. 2 διεῖδον, inf. -ιδεῖν \n cf. διαείδω \nto see through, see clearly, Xen. \n Aor. διεῖδον to see thoroughly, discern, Ar., Plat.; διιδεῖν περί τινος Plat.', 'key': 'diora/w'}