διοπτρικός
διοπτρικός
from διόπτρα
διοπτρικός, ή, όν
of, belonging to the use of the διόπτρα, Strab.
{
"content": "διοπτρικός\n from διόπτρα\n διοπτρικός, ή, όν\n of, belonging to the use of the διόπτρα, Strab.",
"key": "dioptriko/s"
}