Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Διονυσιάς
Διόνυσος
Διόπαις
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
δίοπος
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρα
διοπτρικός
διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορίζω
View word page
διόπτρα
διόπτρα δι-όπτρα, ἡ, ὄψομαι, fut. of ὁράω an instrument for measuring heights, a Jacobʼs staff, Polyb.

ShortDef

an instrument for measuring heights, a Jacob's staff

Debugging

Headword:
διόπτρα
Headword (normalized):
διόπτρα
Headword (normalized/stripped):
διοπτρα
IDX:
8516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8519
Key:
dio/ptra

Data

{'content': 'διόπτρα\n δι-όπτρα, ἡ,\n ὄψομαι, fut. of ὁράω\n an instrument for measuring heights, a Jacobʼs staff, Polyb.', 'key': 'dio/ptra'}