Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
Διονυσιάς
Διόνυσος
Διόπαις
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
δίοπος
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρα
διοπτρικός
διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
View word page
δίοπος
δίοπος δίοπος, ὁ, διέπω a ruler, commander, Aesch., Eur.
ShortDef
a ruler, commander
with two holes
Debugging
Headword:
δίοπος
Headword (normalized):
δίοπος
Headword (normalized/stripped):
διοπος
IDX:
8512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8515
Key:
di/opos1
Data
{'content': 'δίοπος\n δίοπος, ὁ,\n διέπω\n a ruler, commander, Aesch., Eur.', 'key': 'di/opos1'}