Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
Διονυσιάς
Διόνυσος
Διόπαις
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
δίοπος
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρα
διοπτρικός
διοράω
διό
διόργυιος
διορθεύω
View word page
διοπεύω
διοπεύω to be in charge of a ship, ap. Dem. from δίοπος

ShortDef

to be in charge of a ship

Debugging

Headword:
διοπεύω
Headword (normalized):
διοπεύω
Headword (normalized/stripped):
διοπευω
IDX:
8511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8514
Key:
diopeu/w

Data

{'content': 'διοπεύω\n to be in charge of a ship, ap. Dem.\n from δίοπος', 'key': 'diopeu/w'}