Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
Διονυσιάς
Διόνυσος
Διόπαις
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
δίοπος
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρα
διοπτρικός
View word page
Διόνυσος
Διόνυσος Διόνυσος ου ὁ Διώνυσος Dionysus, Od., etc.: v. Βάκχος. deriv. uncertain
ShortDef
Dionysus
Debugging
Headword:
Διόνυσος
Headword (normalized):
διόνυσος
Headword (normalized/stripped):
διονυσος
IDX:
8507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8510
Key:
*dio/nusos
Data
{'content': 'Διόνυσος\n Διόνυσος ου ὁ\n Διώνυσος\n Dionysus, Od., etc.: v. Βάκχος. \n deriv. uncertain', 'key': '*dio/nusos'}