Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
Διονυσιάς
Διόνυσος
Διόπαις
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
δίοπος
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρα
View word page
Διονυσιάς
Διονυσιάς Διονῡσιάς, άδος, fem. of Διονυσιακός, Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Διονυσιάς
Headword (normalized):
διονυσιάς
Headword (normalized/stripped):
διονυσιας
IDX:
8506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8509
Key:
*dionusia/s
Data
{'content': 'Διονυσιάς\n Διονῡσιάς, άδος,\n fem. of Διονυσιακός, Eur.', 'key': '*dionusia/s'}