Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
Διονυσιάς
Διόνυσος
Διόπαις
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
δίοπος
διοπτεύω
διοπτήρ
View word page
Διονυσιακός
Διονυσιακός Διονῡσιακός, ή, όν belonging to Dionysus, Thuc., Arist.
ShortDef
belonging to Dionysus
Debugging
Headword:
Διονυσιακός
Headword (normalized):
διονυσιακός
Headword (normalized/stripped):
διονυσιακος
IDX:
8504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8507
Key:
*dionusiako/s
Data
{'content': 'Διονυσιακός\n Διονῡσιακός, ή, όν\n belonging to Dionysus, Thuc., Arist.', 'key': '*dionusiako/s'}