Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
Διονυσιάς
Διόνυσος
Διόπαις
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
δίοπος
διοπτεύω
View word page
Διονυσιάζω
Διονυσιάζω from Διονύσια (ῠ) to keep the Dionysia: hence to live extravagantly, Luc.
ShortDef
to keep the Dionysia
Debugging
Headword:
Διονυσιάζω
Headword (normalized):
διονυσιάζω
Headword (normalized/stripped):
διονυσιαζω
IDX:
8503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8506
Key:
*dionusia/zw
Data
{'content': 'Διονυσιάζω\n from Διονύσια (ῠ)\n to keep the Dionysia: hence to live extravagantly, Luc.', 'key': '*dionusia/zw'}