Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
Διονυσιάς
Διόνυσος
Διόπαις
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
δίοπος
View word page
διονομάζω
διονομάζω fut. σω to distinguish by a name, Plat. Pass. to be widely known, Isocr.

ShortDef

to distinguish by a name

Debugging

Headword:
διονομάζω
Headword (normalized):
διονομάζω
Headword (normalized/stripped):
διονομαζω
IDX:
8502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8505
Key:
dionoma/zw

Data

{'content': 'διονομάζω\n fut. σω\n to distinguish by a name, Plat.\n Pass. to be widely known, Isocr.', 'key': 'dionoma/zw'}