Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
Διονυσιάς
Διόνυσος
Διόπαις
διόπερ
View word page
διομολογέω
διομολογέω fut. ήσω to make an agreement, undertake, Xen.:—Pass. to be agreed on, Plat.:—Mid. to agree mutually, to agree upon certain points, take as granted, concede, δ. τι εἶναι Plat.; περί τινος Plat.

ShortDef

to make an agreement, undertake

Debugging

Headword:
διομολογέω
Headword (normalized):
διομολογέω
Headword (normalized/stripped):
διομολογεω
IDX:
8499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8502
Key:
diomologe/w

Data

{'content': 'διομολογέω\n fut. ήσω\n to make an agreement, undertake, Xen.:—Pass. to be agreed on, Plat.:—Mid. to agree mutually, to agree upon certain points, take as granted, concede, δ. τι εἶναι Plat.; περί τινος Plat.', 'key': 'diomologe/w'}