Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
Διονυσιάς
Διόνυσος
Διόπαις
View word page
διόμνυμι
διόμνυμι fut. -ομόσω aor1 -ώμοσα perf. -ομώμοκα to swear solemnly, to declare on oath that . . , c. inf. fut., Soph.:—Mid. διόμνυμαι, fut. -ομοῦμαι, Soph., Plat., etc.; διομνύμενος on oath, Dem.

ShortDef

to swear solemnly, to declare on oath that . .

Debugging

Headword:
διόμνυμι
Headword (normalized):
διόμνυμι
Headword (normalized/stripped):
διομνυμι
IDX:
8498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8501
Key:
dio/mnumi

Data

{'content': 'διόμνυμι\n fut. -ομόσω\n aor1 -ώμοσα\n perf. -ομώμοκα\n to swear solemnly, to declare on oath that . . , c. inf. fut., Soph.:—Mid. διόμνυμαι, fut. -ομοῦμαι, Soph., Plat., etc.; διομνύμενος on oath, Dem.', 'key': 'dio/mnumi'}