Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
Διονυσιάς
Διόνυσος
View word page
Διομήδης
Διομήδης Διομήδης εος, ὁ μῆδος Jove-counselled; in Hom. as prop. n. Diomedes.
ShortDef
Diomedes (Zeus-counselled)
Debugging
Headword:
Διομήδης
Headword (normalized):
διομήδης
Headword (normalized/stripped):
διομηδης
IDX:
8497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8500
Key:
*diomh/dhs
Data
{'content': 'Διομήδης\n Διομήδης εος, ὁ\n μῆδος\n Jove-counselled; in Hom. as prop. n. Diomedes.', 'key': '*diomh/dhs'}