Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγα-κτιμένη
ἀγάλακτος
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
View word page
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματοποιός ποιέω a maker of statues, a sculptor, statuary, Hdt., Plat., etc.
ShortDef
a maker of statues, a sculptor, statuary
Debugging
Headword:
ἀγαλματοποιός
Headword (normalized):
ἀγαλματοποιός
Headword (normalized/stripped):
αγαλματοποιος
IDX:
85
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n85
Key:
a)galmatopoio/s
Data
{'content': 'ἀγαλματοποιός\n ποιέω\n a maker of statues, a sculptor, statuary, Hdt., Plat., etc.', 'key': 'a)galmatopoio/s'}