Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
Διονυσιάς
View word page
Διομήδειος
Διομήδειος Διομήδειος, α, ον of or like Diomedes, ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, i. e. absolute, fatal necessity, Plat.
ShortDef
of or like Diomedes
Debugging
Headword:
Διομήδειος
Headword (normalized):
διομήδειος
Headword (normalized/stripped):
διομηδειος
IDX:
8496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8499
Key:
*diomh/deios
Data
{'content': 'Διομήδειος\n Διομήδειος, α, ον\n of or like Diomedes, ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, i. e. absolute, fatal necessity, Plat.', 'key': '*diomh/deios'}