Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονύσια
View word page
Διομειαλαζών
Διομειαλαζών Διομειαλαζών ονος, ὁ a braggart of the deme Diomeia, Ar.

ShortDef

a braggart of the deme Diomeia

Debugging

Headword:
Διομειαλαζών
Headword (normalized):
διομειαλαζών
Headword (normalized/stripped):
διομειαλαζων
IDX:
8495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8498
Key:
*diomeialazw/n

Data

{'content': 'Διομειαλαζών\n Διομειαλαζών ονος, ὁ\n a braggart of the deme Diomeia, Ar.', 'key': '*diomeialazw/n'}