Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
View word page
διομαλίζω
διομαλίζω fut. σω to be always evenminded, Plut.
ShortDef
to be always evenminded
Debugging
Headword:
διομαλίζω
Headword (normalized):
διομαλίζω
Headword (normalized/stripped):
διομαλιζω
IDX:
8494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8497
Key:
diomali/zw
Data
{'content': 'διομαλίζω\n fut. σω\n to be always evenminded, Plut.', 'key': 'diomali/zw'}