Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέος
διονομάζω
Διονυσιάζω
View word page
διόλλυμι
διόλλυμι or -ύω fut. -ολέσω Attic -ολῶ to destroy utterly, bring to naught, Soph., Plat., etc.:—Pass., with fut. -ολοῦμαι, perf. -όλωλα, to perish utterly, come to naught, Trag., Thuc. to blot out of oneʼs mind, forget, Soph.

ShortDef

to destroy utterly, bring to naught

Debugging

Headword:
διόλλυμι
Headword (normalized):
διόλλυμι
Headword (normalized/stripped):
διολλυμι
IDX:
8493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8496
Key:
dio/llumi

Data

{'content': 'διόλλυμι\n or -ύω\n fut. -ολέσω\n Attic -ολῶ\n to destroy utterly, bring to naught, Soph., Plat., etc.:—Pass., with fut. -ολοῦμαι, perf. -όλωλα, to perish utterly, come to naught, Trag., Thuc.\n to blot out of oneʼs mind, forget, Soph.', 'key': 'dio/llumi'}