Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
View word page
διοίχομαι
διοίχομαι fut. -οιχήσομαι perf. -οίχημαι Dep.:— to be quite gone by, of time, Hdt.: of persons, to be clean gone, to have perished, Lat. periisse, Soph., Eur. to be gone through, ended, Soph., Eur.

ShortDef

to be quite gone by

Debugging

Headword:
διοίχομαι
Headword (normalized):
διοίχομαι
Headword (normalized/stripped):
διοιχομαι
IDX:
8490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8493
Key:
dioi/xomai

Data

{'content': 'διοίχομαι\n fut. -οιχήσομαι\n perf. -οίχημαι\n Dep.:— to be quite gone by, of time, Hdt.: of persons, to be clean gone, to have perished, Lat. periisse, Soph., Eur.\n to be gone through, ended, Soph., Eur.', 'key': 'dioi/xomai'}