Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
διόμνυμι
View word page
διοϊστεύω
διοϊστεύω fut. σω to shoot an arrow through, c. gen., Od. absol., καί κεν διοϊστεύσειας thou mightest reach it with an arrow, i. e. but a bow-shot off, Od.

ShortDef

to shoot an arrow through

Debugging

Headword:
διοϊστεύω
Headword (normalized):
διοϊστεύω
Headword (normalized/stripped):
διοιστευω
IDX:
8488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8491
Key:
dioisteu/w

Data

{'content': 'διοϊστεύω\n fut. σω\n to shoot an arrow through, c. gen., Od.\n absol., καί κεν διοϊστεύσειας thou mightest reach it with an arrow, i. e. but a bow-shot off, Od.', 'key': 'dioisteu/w'}