Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
Διομήδης
View word page
διοιστέος
διοιστέος δι-οιστέος, ον verb. adj. of διαφέρω διοίσω, fut. of διαφέρω one must move round, Eur.

ShortDef

one must move round

Debugging

Headword:
διοιστέος
Headword (normalized):
διοιστέος
Headword (normalized/stripped):
διοιστεος
IDX:
8487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8490
Key:
dioiste/os

Data

{'content': 'διοιστέος\n δι-οιστέος, ον\n verb. adj. of διαφέρω\n διοίσω, fut. of διαφέρω\n one must move round, Eur.', 'key': 'dioiste/os'}