Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰνίζομαι
αἰνικτήριος
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνοβίας
αἰνόγαμος
αἰνόθεν
αἰνόθρυπτος
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόλινος
αἰνόλυκος
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
Αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
αἰνός
αἶνος
αἰνοτόκεια
αἰνοτύραννος
View word page
αἰνολέων
αἰνολέων a dreadful lion, Theocr.

ShortDef

a dreadful lion

Debugging

Headword:
αἰνολέων
Headword (normalized):
αἰνολέων
Headword (normalized/stripped):
αινολεων
IDX:
849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n849
Key:
ai)nole/wn

Data

{'content': 'αἰνολέων\n a dreadful lion, Theocr.', 'key': 'ai)nole/wn'}